- εγκεντρισμός
- ο (AM ἐγκεντρισμός)η εγκέντρισημσν.- νεοελλ.η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκεντρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμοῖς — ἐγκεντρισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμοῦ — ἐγκεντρισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμῶν — ἐγκεντρισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμῷ — ἐγκεντρισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμόν — ἐγκεντρισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
εμφυτεία — ἐμφυτεία, η (Α) ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek
ενθεματισμός — ο (Α ἐνθεματισμός) [ενθεματίζω] εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek